διατίλλω

διατίλλω
διατίλλω, lit.,
A pluck, κουραῖς . . διατετιλμένη φόβην having had its mane clipped, S.Fr.659.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διατίλλω — (AM) [τίλλω] μσν. διασπώ, διαμελίζω, διαιρώ, σχίζω αρχ. 1. μαδώ εντελώς, ξεριζώνω 2. κουρεύω σύρριζα …   Dictionary of Greek

  • διάτιλμα — διάτιλμα, το (Α) [διατίλλω] 1. μέρος αποψιλωμένο, καταμαδημένο 2. αποψίλωση …   Dictionary of Greek

  • ՓԵՏԵՄ — ( ) NBH 2 0940 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c, 13c ն. τίλλω, κατατίλλω, διατίλλω vello, evello, divello, depilo κείρω tondeo. (գրի եւ որպէս ռմկ. ՓԵՏՏԵԼ. ) Կորզել քանցել զփետւորս, զթեւս, մանաւանդ զվարսս կամ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”